- καταχορταίνω
- (Μ καταχορταίνω)1. χορταίνω πολύ ή κάνω κάποιον να χορτάσει εντελώς την πείνα του2. βαριέμαι, μπουχτίζω3. παρέχω σε κάποιον κάτι σε μεγάλη ποσότητα, γεμίζω κάποιον με κάτι4. απολαμβάνω πολύ κάτι ώς τον κορεσμό, καμαρώνω, χαίρομαι κάποιον ή κάτι («καταχορτάσετε τη γη και τον αέρα», Ροδολ.).
Dictionary of Greek. 2013.